ἀναμοχλεύεται

ἀναμοχλεύεται
ἀναμοχλεύω
raise by a lever
pres ind mp 3rd sg
ἀναμοχλεύω
raise by a lever
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκάλισμα — το, Ν [σκαλίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλίζω, καλλιεργητική εργασία απαραίτητη κατά το στάδιο ανάπτυξης τών καλλιεργούμενων φυτών, με την οποία καταστρέφονται τα ζιζάνια, ο μεγαλύτερος εχθρός τους, και συγχρόνως αναμοχλεύεται το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”